διομολογῶ

διομολογῶ
διομολογέω
make an agreement
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διομολογέω
make an agreement
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
διομολογέω
make an agreement
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διομολογέω
make an agreement
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διομολογώ — διομολογῶ ( έω) (AM) [ομολογώ] συμφωνώ, συγκατανεύω, κλείνω συμφωνία αρχ. μσν. αναγνωρίζω πλήρως, ομολογώ αρχ. ( οῡμαι) συμφωνώ με κάποιον σ ένα ζήτημα …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • διομολογήσεις — Θεσμός χάρη στον οποίο οι Ευρωπαίοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μία μη χριστιανική χώρα που δεσμευόταν με ειδικές διεθνείς συμφωνίες (τις δ.) απολάμβαναν διάφορα προνόμια και ειδικές ελευθερίες, που τους επέτρεπαν να παραμένουν ουσιαστικά υπό τη… …   Dictionary of Greek

  • διομολογία — διομολογία, η (Α) [διομολογώ] διομολόγησις …   Dictionary of Greek

  • συνδιομολογούμαι — έομαι, Α έχω γίνει παραδεκτός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διομολογῶ «συμφωνώ, αναγνωρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”